-
1 учёт
-а α.1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•
учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•
производить учёт κάνω υπολογισμό•
не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•
действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.
2. εγγραφή•брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•
снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•
стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•
состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•
стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.
3. (οικον.) η προεξόφληση. -
2 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
3 счёт
1. (подсчёт) о λογαριασμός, ο υπολογισμός 2. (квитанция) о λογαριασμός, (чек) η απόδειξη 3. (в банке) о λογαρια-σμ/όςзакрытый - προθεσμιακός -, κλειστός -контокорент-ный - см. текущий -личный - ατομικός -, ιδιωτικός -отдельный - см. особый -4. (накладная) το τιμολόγι/ο 5. (груза) мор. η καταμέτρηση των εμπορευμάτων 6. (результат подсчетов, вычислений) ο υπολογισμός 7. -а (бухг.) (финансовые операции, документы) οι λογαριασμοί 8. муз. о χρόνος 9. (в спорте) το αποτέλεσματο σκορ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > счёт
-
4 расчёт
расчёт м 1) (подсчёт) о υπολογισμός (тж. намерение ) 2) (уплата) о λογαριασμός, η εξόφληση; мы в \расчёте είμαστε πάτσι 3) (увольнение) η απόλυση; получить \расчёт απολύομαι ◇ принимать в \расчёт παίρνω υπόψη* * *м1) ( подсчёт) ο υπολογισμός (тж. намерение)2) ( уплата) ο λογαριασμός, η εξόφληση3) ( увольнение) η απόλυσηполучи́ть расчёт — απολύομαι
••принима́ть в расчёт — παίρνω υπόψη
-
5 учёт
учёт м 1) ο υπολογισμός; вести \учёт κρατώ λογαριασμό 2) (регистрация) η καταγραφή· стать на \учёт εγγράφομαι (στον κατάλογο)* * *м1) ο υπολογισμόςвести́ учёт — κρατώ λογαριασμό
2) ( регистрация) η καταγραφή -
6 исчисление
исчислениес ὁ ὑπολογισμός / мат ὁ λογισμός:\исчисление убытков ὁ ὑπολογισμός τῶν ζημιών дифференциальное \исчисление мат ὁ διαφορικός λογισμός· интегральное \исчисление мат ὁ ὁλοκληρωτικός λογισμός. -
7 расчет
расчетм \. ὁ ὑπολογισμός, ὁ λογαριασμός:приблизительный \расчет ὁ ὑπολογισμός κατά προσέγγισιν предварительный \расчет ὁ προϋπολογισμός·2. (уплата) ἡ πληρωμή, ὁ κανονισμός λογαριασμοῦ, ἡ ἔξόφληση [-ις]:производить \расчет κάνω ἐξόφληση· за наличный \расчет τοίς μετρητοίς· по безналичному \расчету ἡ πληρωμή μέσω τραπέζης· мы в \расчете είμαστε πάτσν3. (увольнение) ἡ ἀπόλυση [-ις], ἡ παύση:давать кому́-л. \расчет ἀπολύω κάποιον ἀπ' τήν ὑπηρεσία· получить \расчет ἀπολύομαι ἀπό τήν δουλειά·4. (намерение, предположение) ἡ πρόθεση, ὁ σκοπός:по моим \расчетам κατά τους ὑπολογισμούς μου· это не входит в мой \расчеты δέν ἔχω τέτοια πρόθεση· обмануться в \расчетах πέφτω ἔξω στους ὑπολογισμούς μου·5. (выгода) τό ὀφελος, τό συμφέροΜ:мне нет никакого \расчета ехать δέν ἔχω κανένα συμφέρο νά πάω· из \расчета ἀπό ὑπολογισμό·6. воен. τό στοι-χείο[ν], τό προσωπικό τοῦ πυροβόλου· ◊ принимать в \расчет παίρνω ὑπ· δψη· в \расчете на... ὑπολογίζοντας, ἔχοντας ὑπ· ὅψη. -
8 исчисление
-я ουδ.υπολογισμός, λογαριασμός• μέτρηση•исчисление расходов υπολογισμός εξόδων.
(μαθ.) λογισμός•дифференциальное исчисление διαφορικός λογισμός•
интегральное исчисление ολοκληρωτικός λογισμός.
-
9 выкладка
1. (покрытие поверхности) η επίστρωση, η επικάλυψη 2. мат. о υπολογισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выкладка
-
10 вычисление
ο υπολογισμόςο λογαριασμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вычисление
-
11 интерполяция
1. (слов, фраз) η παρει-σαγωγή (λέξεων ή φράσεων) 2. мат. о υπολογισμός διά της παρεμβολήςη παρεμβολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > интерполяция
-
12 исчисление
1. мат. о λογισμόςвекторное - διανυσματικός -, η διανυσματική ανάλυση2. (вычисление) о υπολογισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исчисление
-
13 перерасчёт
ο επαναληπτικός υπολογισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перерасчёт
-
14 пересчёт
1. (повторение вычисления) о υπολογισμός εκ νέου 2. (переход на другую систему единиц) η αναγωγή, η μετατροπή 3. (переход на другой масштаб) η μεταφορά (σε άλλη κλίμακα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пересчёт
-
15 потенцирование
мат. о υπολογισμός του αντιλογάριθμου-ть παίρνω/υπολογίζω τον αντιλογάριθμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > потенцирование
-
16 смета
ο προϋπολογισμ/ός, η εκτίμηση (του κόστους)η αποτίμησηο υπολογισμόςутверждённая - βεβαιωμένος -, εγκεκριμένοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > смета
-
17 учёт
1. (установление наличия кого-, чего-л. путем подсчёта, описи) о λογα-ριασμ/ός, ο υπολογισμός, η καταγραφή, η απογραφήη καταμέτρηση2. (бухгалтерский) о λογιστικός έλεγχοςη (λογιστική) έκθεσηпроизводить - κάνω υπολογισμό, κάνω έλεγχοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > учёт
-
18 экстраполяция
мат. о υπολογισμός κατά προσέγγιση, ο συμπερασμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > экстраполяция
-
19 вычисление
вычислениес ὁ ὑπολογισμός, ὁ λογαριασμός. -
20 грубый
груб||ыйприл1. χοντρός, ἀκατέργασ-ος, κακοφτιαγμένος:\грубыйая одежда τά χοντροκομμένα ροϋχα· \грубыйая пища ἡ βαρειά τροφή· \грубыйая работа ἡ χοντροδουλιά· \грубыйая лесть ἡ χοντρή κολακεία·2. (о человеке, поступке и т. п.) ἀπότομος, ἀγενής, ἀγροΐκος. ἄξεστος:\грубыйое обращение ἡ ἀγενής συμπεριφορά· \грубыйая выходка ἡ ἀναιδής (или ἡ αὐθάδης) πράξη·3. (приблизительный) χοντρικός, γενικός:· \грубый подсчет χοντρικός ὑπολογισμός'4. (неприятный для осязания, восприятия) τραχύς, χοντρός:\грубыйая кожа τό τραχύ δέρμα, ἡ τραχεία ἐπιδερμίδα· \грубый голос ἡ τραχεία φωνἤ ◊ \грубыйая ошибка τό χοντρό λάθος.
См. также в других словарях:
υπολογισμός — ο / ὑπολογισμός, ΝΑ [ὑπολογίζομαι] μτφ. το να λαμβάνει κανείς κάτι σοβαρά υπ όψιν νεοελλ. 1. λογαριασμός («υπολογισμός τών εσόδων») 2. μαθημ. πράξη που εκτελείται με σκοπό την εύρεση αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
υπολογισμός — ο 1. το να υπολογίζει κανείς κάτι, ο λογαριασμός, η αριθμητική πράξη: Υπολογισμός των κερδών. 2. μτφ., υστερόβουλη σκέψη, υστεροβουλία, βλέψη: Από υπολογισμό σού κάνει το φίλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑπολογισμοῦ — ὑπολογισμός consideration masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολογισμούς — ὑπολογισμός consideration masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπολογισμόν — ὑπολογισμός consideration masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
στάθμηση — η / στάθμησις, ήσεως, ΝΜΑ [σταθμῶ] υπολογισμός τού βάρους, ζύγισμα νεοελλ. 1. η εξασφάλιση τής κατακόρυφης ή τής οριζόντιας διεύθυνσης 2. μτφ. υπολογισμός, μέτρηση, αξιολόγηση 3. (στατιστ.) υπολογισμός τής βαρύτητας που αποδίδεται σε κάθε… … Dictionary of Greek
αναλογισμός — ο (Α ἀναλογισμός) [ἀναλογίζομαι] 1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση 2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμός αρχ. 1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό 2. υπολογισμός κατ αναλογία … Dictionary of Greek
λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… … Dictionary of Greek