Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

υπολογισμός (

См. также в других словарях:

  • υπολογισμός — ο / ὑπολογισμός, ΝΑ [ὑπολογίζομαι] μτφ. το να λαμβάνει κανείς κάτι σοβαρά υπ όψιν νεοελλ. 1. λογαριασμός («υπολογισμός τών εσόδων») 2. μαθημ. πράξη που εκτελείται με σκοπό την εύρεση αποτελέσματος με τον συνδυασμό πολλών αριθμών 3. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • υπολογισμός — ο 1. το να υπολογίζει κανείς κάτι, ο λογαριασμός, η αριθμητική πράξη: Υπολογισμός των κερδών. 2. μτφ., υστερόβουλη σκέψη, υστεροβουλία, βλέψη: Από υπολογισμό σού κάνει το φίλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπολογισμοῦ — ὑπολογισμός consideration masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολογισμούς — ὑπολογισμός consideration masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολογισμόν — ὑπολογισμός consideration masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • εκτίμηση — Προσδιορισμός της τρέχουσας αξίας ενός οικονομικού αγαθού. Ο υπολογισμός αυτός γίνεται στη βάση της τιμής της αγοράς, του κόστους παραγωγής, της κεφαλαιοποίησης, της προσόδου του αγαθού κλπ., λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξωτερικές συνθήκες (δηλαδή …   Dictionary of Greek

  • ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… …   Dictionary of Greek

  • στάθμηση — η / στάθμησις, ήσεως, ΝΜΑ [σταθμῶ] υπολογισμός τού βάρους, ζύγισμα νεοελλ. 1. η εξασφάλιση τής κατακόρυφης ή τής οριζόντιας διεύθυνσης 2. μτφ. υπολογισμός, μέτρηση, αξιολόγηση 3. (στατιστ.) υπολογισμός τής βαρύτητας που αποδίδεται σε κάθε… …   Dictionary of Greek

  • αναλογισμός — ο (Α ἀναλογισμός) [ἀναλογίζομαι] 1. η εκ νέου σκέψη για κάτι, στοχασμός, ανασκόπηση, αναπόληση 2. υπολογισμός, σκέψη, διαλογισμός αρχ. 1. απόφαση που στηρίζεται στον αναλογισμό 2. υπολογισμός κατ αναλογία …   Dictionary of Greek

  • λογαριασμός — ο (AM λογαριασμός) [λογαριάζω] μέτρημα, αρίθμηση, υπολογισμός, εκτέλεση αριθμητικών πράξεων («έκανα λάθος στον λογαριασμό») νεοελλ. 1. πίνακας, κατάλογος εσόδων ή εξόδων ή οφειλών («ο λογαριασμός τής ΔΕΗ») 2.(οικον.) κάθε πίνακας ή διάγραμμα με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»